Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατανεφόω
κατανέω
κατανέω2
Κατάνη
κατανήχομαι
κατανθίζομαι
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανθρωπίζω
κατανθρωπισμός
κατανίζω
κατανικάνδρα
κατάνιμμα
κατανίπτης
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατανοητέον
κατανοητικός
View word page
κατανίζω
wash well
ShortDef
wash well
Debugging
Headword:
κατανίζω
Headword (normalized):
κατανίζω
Headword (normalized/stripped):
κατανιζω
IDX:
46158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46159
Key:
Data
{'content': 'wash well'}