Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάνευσις
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω
κατανέω2
Κατάνη
κατανήχομαι
κατανθίζομαι
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανθρωπίζω
κατανθρωπισμός
κατανίζω
κατανικάνδρα
κατάνιμμα
κατανίπτης
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
View word page
κατανθρωπίζω
treat in a friendly manner

ShortDef

treat in a friendly manner

Debugging

Headword:
κατανθρωπίζω
Headword (normalized):
κατανθρωπίζω
Headword (normalized/stripped):
κατανθρωπιζω
IDX:
46156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46157
Key:

Data

{'content': 'treat in a friendly manner'}