Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάνευρος
κατάνευσις
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω
κατανέω2
Κατάνη
κατανήχομαι
κατανθίζομαι
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανθρωπίζω
κατανθρωπισμός
κατανίζω
κατανικάνδρα
κατάνιμμα
κατανίπτης
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανοέω
κατανόημα
View word page
κατανθρακόω
burn to cinders

ShortDef

burn to cinders

Debugging

Headword:
κατανθρακόω
Headword (normalized):
κατανθρακόω
Headword (normalized/stripped):
κατανθρακοω
IDX:
46155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46156
Key:

Data

{'content': 'burn to cinders'}