Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατανέμω
κατάνευρος
κατάνευσις
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω
κατανέω2
Κατάνη
κατανήχομαι
κατανθίζομαι
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανθρωπίζω
κατανθρωπισμός
κατανίζω
κατανικάνδρα
κατάνιμμα
κατανίπτης
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανοέω
View word page
κατανθρακίζω
to burn to cinders

ShortDef

to burn to cinders

Debugging

Headword:
κατανθρακίζω
Headword (normalized):
κατανθρακίζω
Headword (normalized/stripped):
κατανθρακιζω
IDX:
46154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46155
Key:

Data

{'content': 'to burn to cinders'}