Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατανείφω
κατανεκρόω
κατανέμησις
κατανέμω
κατάνευρος
κατάνευσις
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω
κατανέω2
Κατάνη
κατανήχομαι
κατανθίζομαι
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανθρωπίζω
κατανθρωπισμός
κατανίζω
κατανικάνδρα
κατάνιμμα
κατανίπτης
View word page
Κατάνη
Catane

ShortDef

Catane

Debugging

Headword:
Κατάνη
Headword (normalized):
κατάνη
Headword (normalized/stripped):
κατανη
IDX:
46151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46152
Key:

Data

{'content': 'Catane'}