Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατανδρίζω
κατανεανιεύομαι
κατανείφω
κατανεκρόω
κατανέμησις
κατανέμω
κατάνευρος
κατάνευσις
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω
κατανέω2
Κατάνη
κατανήχομαι
κατανθίζομαι
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανθρωπίζω
κατανθρωπισμός
κατανίζω
κατανικάνδρα
View word page
κατανέω
to heap up

ShortDef

to heap up
spin out

Debugging

Headword:
κατανέω
Headword (normalized):
κατανέω
Headword (normalized/stripped):
κατανεω
IDX:
46149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46150
Key:

Data

{'content': 'to heap up'}