Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατανδρίζομαι
κατανδρίζω
κατανεανιεύομαι
κατανείφω
κατανεκρόω
κατανέμησις
κατανέμω
κατάνευρος
κατάνευσις
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω
κατανέω2
Κατάνη
κατανήχομαι
κατανθίζομαι
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανθρωπίζω
κατανθρωπισμός
κατανίζω
View word page
κατανεφόω
overcloud
ShortDef
overcloud
Debugging
Headword:
κατανεφόω
Headword (normalized):
κατανεφόω
Headword (normalized/stripped):
κατανεφοω
IDX:
46148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46149
Key:
Data
{'content': 'overcloud'}