Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατανδραφύσσω
κατανδρίζομαι
κατανδρίζω
κατανεανιεύομαι
κατανείφω
κατανεκρόω
κατανέμησις
κατανέμω
κατάνευρος
κατάνευσις
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω
κατανέω2
Κατάνη
κατανήχομαι
κατανθίζομαι
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανθρωπίζω
κατανθρωπισμός
View word page
κατανεύω
to nod assent
ShortDef
to nod assent
Debugging
Headword:
κατανεύω
Headword (normalized):
κατανεύω
Headword (normalized/stripped):
κατανευω
IDX:
46147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46148
Key:
Data
{'content': 'to nod assent'}