Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατανδραποδίζω
κατανδραφύσσω
κατανδρίζομαι
κατανδρίζω
κατανεανιεύομαι
κατανείφω
κατανεκρόω
κατανέμησις
κατανέμω
κατάνευρος
κατάνευσις
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω
κατανέω2
Κατάνη
κατανήχομαι
κατανθίζομαι
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανθρωπίζω
View word page
κατάνευσις
assent

ShortDef

assent

Debugging

Headword:
κατάνευσις
Headword (normalized):
κατάνευσις
Headword (normalized/stripped):
κατανευσις
IDX:
46146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46147
Key:

Data

{'content': 'assent'}