Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανδραποδίζω
κατανδραφύσσω
κατανδρίζομαι
κατανδρίζω
κατανεανιεύομαι
κατανείφω
κατανεκρόω
κατανέμησις
κατανέμω
κατάνευρος
κατάνευσις
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω
κατανέω2
Κατάνη
κατανήχομαι
κατανθίζομαι
κατανθρακίζω
View word page
κατανέμω
to distribute, allot, assign

ShortDef

to distribute, allot, assign

Debugging

Headword:
κατανέμω
Headword (normalized):
κατανέμω
Headword (normalized/stripped):
κατανεμω
IDX:
46144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46145
Key:

Data

{'content': 'to distribute, allot, assign'}