Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταναλωτέον
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανδραποδίζω
κατανδραφύσσω
κατανδρίζομαι
κατανδρίζω
κατανεανιεύομαι
κατανείφω
κατανεκρόω
κατανέμησις
κατανέμω
κατάνευρος
κατάνευσις
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω
κατανέω2
Κατάνη
κατανήχομαι
View word page
κατανεκρόω
kill
ShortDef
kill
Debugging
Headword:
κατανεκρόω
Headword (normalized):
κατανεκρόω
Headword (normalized/stripped):
κατανεκροω
IDX:
46142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46143
Key:
Data
{'content': 'kill'}