Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατανάλωσις
καταναλωτέον
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανδραποδίζω
κατανδραφύσσω
κατανδρίζομαι
κατανδρίζω
κατανεανιεύομαι
κατανείφω
κατανεκρόω
κατανέμησις
κατανέμω
κατάνευρος
κατάνευσις
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω
κατανέω2
Κατάνη
View word page
κατανείφω
snow all over, cover with snow
ShortDef
snow all over, cover with snow
Debugging
Headword:
κατανείφω
Headword (normalized):
κατανείφω
Headword (normalized/stripped):
κατανειφω
IDX:
46141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46142
Key:
Data
{'content': 'snow all over, cover with snow'}