Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταναλίσκω
κατανάλωσις
καταναλωτέον
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανδραποδίζω
κατανδραφύσσω
κατανδρίζομαι
κατανδρίζω
κατανεανιεύομαι
κατανείφω
κατανεκρόω
κατανέμησις
κατανέμω
κατάνευρος
κατάνευσις
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω
κατανέω2
View word page
κατανεανιεύομαι
prevail over by youthful vigour

ShortDef

prevail over by youthful vigour

Debugging

Headword:
κατανεανιεύομαι
Headword (normalized):
κατανεανιεύομαι
Headword (normalized/stripped):
κατανεανιευομαι
IDX:
46140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46141
Key:

Data

{'content': 'prevail over by youthful vigour'}