Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταναίω
καταναλίσκω
κατανάλωσις
καταναλωτέον
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανδραποδίζω
κατανδραφύσσω
κατανδρίζομαι
κατανδρίζω
κατανεανιεύομαι
κατανείφω
κατανεκρόω
κατανέμησις
κατανέμω
κατάνευρος
κατάνευσις
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω
View word page
κατανδρίζω
place on a list

ShortDef

place on a list

Debugging

Headword:
κατανδρίζω
Headword (normalized):
κατανδρίζω
Headword (normalized/stripped):
κατανδριζω
IDX:
46139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46140
Key:

Data

{'content': 'place on a list'}