Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταναισιμόω
καταναίω
καταναλίσκω
κατανάλωσις
καταναλωτέον
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανδραποδίζω
κατανδραφύσσω
κατανδρίζομαι
κατανδρίζω
κατανεανιεύομαι
κατανείφω
κατανεκρόω
κατανέμησις
κατανέμω
κατάνευρος
κατάνευσις
κατανεύω
κατανεφόω
View word page
κατανδρίζομαι
fight manfully against

ShortDef

fight manfully against

Debugging

Headword:
κατανδρίζομαι
Headword (normalized):
κατανδρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
κατανδριζομαι
IDX:
46138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46139
Key:

Data

{'content': 'fight manfully against'}