Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταναιδεύομαι
Καταναῖος
καταναισιμόω
καταναίω
καταναλίσκω
κατανάλωσις
καταναλωτέον
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανδραποδίζω
κατανδραφύσσω
κατανδρίζομαι
κατανδρίζω
κατανεανιεύομαι
κατανείφω
κατανεκρόω
κατανέμησις
κατανέμω
κατάνευρος
κατάνευσις
View word page
κατανδραποδίζω
enslave
ShortDef
enslave
Debugging
Headword:
κατανδραποδίζω
Headword (normalized):
κατανδραποδίζω
Headword (normalized/stripped):
κατανδραποδιζω
IDX:
46136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46137
Key:
Data
{'content': 'enslave'}