Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταναθεματίζω
καταναιδεύομαι
Καταναῖος
καταναισιμόω
καταναίω
καταναλίσκω
κατανάλωσις
καταναλωτέον
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανδραποδίζω
κατανδραφύσσω
κατανδρίζομαι
κατανδρίζω
κατανεανιεύομαι
κατανείφω
κατανεκρόω
κατανέμησις
κατανέμω
κατάνευρος
View word page
καταναυμαχέω
to conquer in a sea-fight

ShortDef

to conquer in a sea-fight

Debugging

Headword:
καταναυμαχέω
Headword (normalized):
καταναυμαχέω
Headword (normalized/stripped):
καταναυμαχεω
IDX:
46135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46136
Key:

Data

{'content': 'to conquer in a sea-fight'}