Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναιδεύομαι
Καταναῖος
καταναισιμόω
καταναίω
καταναλίσκω
κατανάλωσις
καταναλωτέον
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανδραποδίζω
κατανδραφύσσω
κατανδρίζομαι
κατανδρίζω
κατανεανιεύομαι
κατανείφω
κατανεκρόω
κατανέμησις
View word page
καταναρκάω
to be slothful towards, mid. grow numb
ShortDef
to be slothful towards, mid. grow numb
Debugging
Headword:
καταναρκάω
Headword (normalized):
καταναρκάω
Headword (normalized/stripped):
καταναρκαω
IDX:
46133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46134
Key:
Data
{'content': 'to be slothful towards, mid. grow numb'}