Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναιδεύομαι
Καταναῖος
καταναισιμόω
καταναίω
καταναλίσκω
κατανάλωσις
καταναλωτέον
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανδραποδίζω
κατανδραφύσσω
κατανδρίζομαι
κατανδρίζω
κατανεανιεύομαι
κατανείφω
κατανεκρόω
View word page
καταναλωτέον
one must expend

ShortDef

one must expend

Debugging

Headword:
καταναλωτέον
Headword (normalized):
καταναλωτέον
Headword (normalized/stripped):
καταναλωτεον
IDX:
46132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46133
Key:

Data

{'content': 'one must expend'}