Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναιδεύομαι
Καταναῖος
καταναισιμόω
καταναίω
καταναλίσκω
κατανάλωσις
καταναλωτέον
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανδραποδίζω
κατανδραφύσσω
κατανδρίζομαι
κατανδρίζω
κατανεανιεύομαι
View word page
καταναλίσκω
to use up, spend, lavish

ShortDef

to use up, spend, lavish

Debugging

Headword:
καταναλίσκω
Headword (normalized):
καταναλίσκω
Headword (normalized/stripped):
καταναλισκω
IDX:
46130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46131
Key:

Data

{'content': 'to use up, spend, lavish'}