Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναιδεύομαι
Καταναῖος
καταναισιμόω
καταναίω
καταναλίσκω
κατανάλωσις
καταναλωτέον
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανδραποδίζω
κατανδραφύσσω
κατανδρίζομαι
κατανδρίζω
View word page
καταναίω
to make to dwell, settle

ShortDef

to make to dwell, settle

Debugging

Headword:
καταναίω
Headword (normalized):
καταναίω
Headword (normalized/stripped):
καταναιω
IDX:
46129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46130
Key:

Data

{'content': 'to make to dwell, settle'}