Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμωραίνω
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναιδεύομαι
Καταναῖος
καταναισιμόω
καταναίω
καταναλίσκω
κατανάλωσις
καταναλωτέον
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανδραποδίζω
κατανδραφύσσω
View word page
Καταναῖος
of Catane
ShortDef
of Catane
Debugging
Headword:
Καταναῖος
Headword (normalized):
καταναῖος
Headword (normalized/stripped):
καταναιος
IDX:
46127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46128
Key:
Data
{'content': 'of Catane'}