Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμώκησις
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναιδεύομαι
Καταναῖος
καταναισιμόω
καταναίω
καταναλίσκω
κατανάλωσις
καταναλωτέον
καταναρκάω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
View word page
καταναθεματίζω
to curse
ShortDef
to curse
Debugging
Headword:
καταναθεματίζω
Headword (normalized):
καταναθεματίζω
Headword (normalized/stripped):
καταναθεματιζω
IDX:
46125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46126
Key:
Data
{'content': 'to curse'}