Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναιδεύομαι
Καταναῖος
καταναισιμόω
καταναίω
καταναλίσκω
κατανάλωσις
καταναλωτέον
καταναρκάω
κατανάσσω
View word page
κατανάθεμα
a curse

ShortDef

a curse

Debugging

Headword:
κατανάθεμα
Headword (normalized):
κατανάθεμα
Headword (normalized/stripped):
καταναθεμα
IDX:
46124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46125
Key:

Data

{'content': 'a curse'}