Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναιδεύομαι
Καταναῖος
καταναισιμόω
καταναίω
καταναλίσκω
κατανάλωσις
καταναλωτέον
καταναρκάω
View word page
καταναγραφέω
ordain duly

ShortDef

ordain duly

Debugging

Headword:
καταναγραφέω
Headword (normalized):
καταναγραφέω
Headword (normalized/stripped):
καταναγραφεω
IDX:
46123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46124
Key:

Data

{'content': 'ordain duly'}