Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναιδεύομαι
Καταναῖος
καταναισιμόω
καταναίω
καταναλίσκω
κατανάλωσις
καταναλωτέον
View word page
κατανάγκη
means of constraint: spell
ShortDef
means of constraint: spell
Debugging
Headword:
κατανάγκη
Headword (normalized):
κατανάγκη
Headword (normalized/stripped):
καταναγκη
IDX:
46122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46123
Key:
Data
{'content': 'means of constraint: spell'}