Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμύω
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναιδεύομαι
Καταναῖος
καταναισιμόω
καταναίω
καταναλίσκω
κατανάλωσις
View word page
καταναγκαστικός
conclusive, cogent

ShortDef

conclusive, cogent

Debugging

Headword:
καταναγκαστικός
Headword (normalized):
καταναγκαστικός
Headword (normalized/stripped):
καταναγκαστικος
IDX:
46121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46122
Key:

Data

{'content': 'conclusive, cogent'}