Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναιδεύομαι
Καταναῖος
καταναισιμόω
καταναίω
καταναλίσκω
View word page
κατανάγκασις
reduction

ShortDef

reduction

Debugging

Headword:
κατανάγκασις
Headword (normalized):
κατανάγκασις
Headword (normalized/stripped):
καταναγκασις
IDX:
46120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46121
Key:

Data

{'content': 'reduction'}