Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναιδεύομαι
Καταναῖος
καταναισιμόω
καταναίω
View word page
καταναγκάζω
to overpower by force, confine
ShortDef
to overpower by force, confine
Debugging
Headword:
καταναγκάζω
Headword (normalized):
καταναγκάζω
Headword (normalized/stripped):
καταναγκαζω
IDX:
46119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46120
Key:
Data
{'content': 'to overpower by force, confine'}