Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμύνω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναιδεύομαι
Καταναῖος
View word page
καταμωραίνω
waste through folly

ShortDef

waste through folly

Debugging

Headword:
καταμωραίνω
Headword (normalized):
καταμωραίνω
Headword (normalized/stripped):
καταμωραινω
IDX:
46117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46118
Key:

Data

{'content': 'waste through folly'}