Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμυκτηρίζω
καταμύνω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
καταναιδεύομαι
View word page
καταμωλωπίζω
cover with weals

ShortDef

cover with weals

Debugging

Headword:
καταμωλωπίζω
Headword (normalized):
καταμωλωπίζω
Headword (normalized/stripped):
καταμωλωπιζω
IDX:
46116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46117
Key:

Data

{'content': 'cover with weals'}