Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμυθολογέω
καταμυκτηρίζω
καταμύνω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναθεματίζω
View word page
καταμώκησις
mockery

ShortDef

mockery

Debugging

Headword:
καταμώκησις
Headword (normalized):
καταμώκησις
Headword (normalized/stripped):
καταμωκησις
IDX:
46115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46116
Key:

Data

{'content': 'mockery'}