Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμπυκόω
καταμυθολογέω
καταμυκτηρίζω
καταμύνω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
View word page
καταμωκάομαι
to mock at

ShortDef

to mock at

Debugging

Headword:
καταμωκάομαι
Headword (normalized):
καταμωκάομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμωκαομαι
IDX:
46114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46115
Key:

Data

{'content': 'to mock at'}