Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμπέχω
καταμπυκόω
καταμυθολογέω
καταμυκτηρίζω
καταμύνω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
View word page
καταμφικαλύπτω
to put all round

ShortDef

to put all round

Debugging

Headword:
καταμφικαλύπτω
Headword (normalized):
καταμφικαλύπτω
Headword (normalized/stripped):
καταμφικαλυπτω
IDX:
46113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46114
Key:

Data

{'content': 'to put all round'}