Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμουσόω
κατάμπελος
καταμπέχω
καταμπυκόω
καταμυθολογέω
καταμυκτηρίζω
καταμύνω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
View word page
καταμύω
to close one’s eyes, doze off
ShortDef
to close one’s eyes, doze off
Debugging
Headword:
καταμύω
Headword (normalized):
καταμύω
Headword (normalized/stripped):
καταμυω
IDX:
46111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46112
Key:
Data
{'content': 'to close one’s eyes, doze off'}