Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμουσίζω
καταμουσόω
κατάμπελος
καταμπέχω
καταμπυκόω
καταμυθολογέω
καταμυκτηρίζω
καταμύνω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
View word page
καταμυττωτεύω
to make mincemeat of

ShortDef

to make mincemeat of

Debugging

Headword:
καταμυττωτεύω
Headword (normalized):
καταμυττωτεύω
Headword (normalized/stripped):
καταμυττωτευω
IDX:
46110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46111
Key:

Data

{'content': 'to make mincemeat of'}