Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμοσχεύω
καταμουσίζω
καταμουσόω
κατάμπελος
καταμπέχω
καταμπυκόω
καταμυθολογέω
καταμυκτηρίζω
καταμύνω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
View word page
καταμύσσω
to tear, scratch

ShortDef

to tear, scratch

Debugging

Headword:
καταμύσσω
Headword (normalized):
καταμύσσω
Headword (normalized/stripped):
καταμυσσω
IDX:
46109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46110
Key:

Data

{'content': 'to tear, scratch'}