Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητήριος
ἁμιλλητικός
ἀμίλτωτος
ἀμιμητόβιοι
ἀμιμητόβιος
ἀμίμητος
ἀμιξία
ἅμιππος
ἀμίς
ἀμίσαλλος
ἀμισής
ἀμισθί
ἀμισθία
ἄμισθος
ἀμίσθωτος
Ἀμίστρης
ἀμίστυλλος
ἄμισχος
Ἀμισώδαρος
ἄμιτρος
View word page
ἀμίσαλλος
unsociable
ShortDef
unsociable
Debugging
Headword:
ἀμίσαλλος
Headword (normalized):
ἀμίσαλλος
Headword (normalized/stripped):
αμισαλλος
IDX:
4610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4611
Key:
Data
{'content': 'unsociable'}