Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμόσχευσις
καταμοσχεύω
καταμουσίζω
καταμουσόω
κατάμπελος
καταμπέχω
καταμπυκόω
καταμυθολογέω
καταμυκτηρίζω
καταμύνω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταναγιγνώσκω
View word page
κατάμυσις
a closing of the eyes

ShortDef

a closing of the eyes

Debugging

Headword:
κατάμυσις
Headword (normalized):
κατάμυσις
Headword (normalized/stripped):
καταμυσις
IDX:
46108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46109
Key:

Data

{'content': 'a closing of the eyes'}