Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάμονος
καταμόσχευσις
καταμοσχεύω
καταμουσίζω
καταμουσόω
κατάμπελος
καταμπέχω
καταμπυκόω
καταμυθολογέω
καταμυκτηρίζω
καταμύνω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
View word page
καταμύνω
ward off
ShortDef
ward off
Debugging
Headword:
καταμύνω
Headword (normalized):
καταμύνω
Headword (normalized/stripped):
καταμυνω
IDX:
46107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46108
Key:
Data
{'content': 'ward off'}