Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμόσχευσις
καταμοσχεύω
καταμουσίζω
καταμουσόω
κατάμπελος
καταμπέχω
καταμπυκόω
καταμυθολογέω
καταμυκτηρίζω
καταμύνω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταμωλωπίζω
View word page
καταμυκτηρίζω
mock with upturned nose

ShortDef

mock with upturned nose

Debugging

Headword:
καταμυκτηρίζω
Headword (normalized):
καταμυκτηρίζω
Headword (normalized/stripped):
καταμυκτηριζω
IDX:
46106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46107
Key:

Data

{'content': 'mock with upturned nose'}