Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμόσχευσις
καταμοσχεύω
καταμουσίζω
καταμουσόω
κατάμπελος
καταμπέχω
καταμπυκόω
καταμυθολογέω
καταμυκτηρίζω
καταμύνω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
View word page
καταμπυκόω
cover with a fillet

ShortDef

cover with a fillet

Debugging

Headword:
καταμπυκόω
Headword (normalized):
καταμπυκόω
Headword (normalized/stripped):
καταμπυκοω
IDX:
46104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46105
Key:

Data

{'content': 'cover with a fillet'}