Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμόσχευσις
καταμοσχεύω
καταμουσίζω
καταμουσόω
κατάμπελος
καταμπέχω
καταμπυκόω
καταμυθολογέω
καταμυκτηρίζω
καταμύνω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
View word page
καταμπέχω
to encompass
ShortDef
to encompass
Debugging
Headword:
καταμπέχω
Headword (normalized):
καταμπέχω
Headword (normalized/stripped):
καταμπεχω
IDX:
46103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46104
Key:
Data
{'content': 'to encompass'}