Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμόσχευσις
καταμοσχεύω
καταμουσίζω
καταμουσόω
κατάμπελος
καταμπέχω
καταμπυκόω
καταμυθολογέω
καταμυκτηρίζω
καταμύνω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφιέννυμι
View word page
κατάμπελος
wine-growing
ShortDef
wine-growing
Debugging
Headword:
κατάμπελος
Headword (normalized):
κατάμπελος
Headword (normalized/stripped):
καταμπελος
IDX:
46102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46103
Key:
Data
{'content': 'wine-growing'}