Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμοιχεύω
κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμόσχευσις
καταμοσχεύω
καταμουσίζω
καταμουσόω
κατάμπελος
καταμπέχω
καταμπυκόω
καταμυθολογέω
καταμυκτηρίζω
καταμύνω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
View word page
καταμουσόω
embellish

ShortDef

embellish

Debugging

Headword:
καταμουσόω
Headword (normalized):
καταμουσόω
Headword (normalized/stripped):
καταμουσοω
IDX:
46101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46102
Key:

Data

{'content': 'embellish'}