Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάμιτον
καταμνημονεύω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμόσχευσις
καταμοσχεύω
καταμουσίζω
καταμουσόω
κατάμπελος
καταμπέχω
καταμπυκόω
καταμυθολογέω
καταμυκτηρίζω
καταμύνω
κατάμυσις
καταμύσσω
View word page
καταμοσχεύω
propagate by suckers

ShortDef

propagate by suckers

Debugging

Headword:
καταμοσχεύω
Headword (normalized):
καταμοσχεύω
Headword (normalized/stripped):
καταμοσχευω
IDX:
46099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46100
Key:

Data

{'content': 'propagate by suckers'}