Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμιλλητέον
ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητήριος
ἁμιλλητικός
ἀμίλτωτος
ἀμιμητόβιοι
ἀμιμητόβιος
ἀμίμητος
ἀμιξία
ἅμιππος
ἀμίς
ἀμίσαλλος
ἀμισής
ἀμισθί
ἀμισθία
ἄμισθος
ἀμίσθωτος
Ἀμίστρης
ἀμίστυλλος
ἄμισχος
Ἀμισώδαρος
View word page
ἀμίς
a chamber-pot

ShortDef

a chamber-pot

Debugging

Headword:
ἀμίς
Headword (normalized):
ἀμίς
Headword (normalized/stripped):
αμις
IDX:
4609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4610
Key:

Data

{'content': 'a chamber-pot'}