Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
καταμνημονεύω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμόσχευσις
καταμοσχεύω
καταμουσίζω
καταμουσόω
κατάμπελος
καταμπέχω
καταμπυκόω
καταμυθολογέω
καταμυκτηρίζω
καταμύνω
View word page
κατάμονος
permanent

ShortDef

permanent

Debugging

Headword:
κατάμονος
Headword (normalized):
κατάμονος
Headword (normalized/stripped):
καταμονος
IDX:
46097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46098
Key:

Data

{'content': 'permanent'}