Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμιμέομαι
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
καταμνημονεύω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμόσχευσις
καταμοσχεύω
καταμουσίζω
καταμουσόω
κατάμπελος
καταμπέχω
καταμπυκόω
καταμυθολογέω
καταμυκτηρίζω
View word page
καταμονομαχέω
to conquer in single combat
ShortDef
to conquer in single combat
Debugging
Headword:
καταμονομαχέω
Headword (normalized):
καταμονομαχέω
Headword (normalized/stripped):
καταμονομαχεω
IDX:
46096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46097
Key:
Data
{'content': 'to conquer in single combat'}