Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμιαιφονέομαι
καταμιμέομαι
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
καταμνημονεύω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμόσχευσις
καταμοσχεύω
καταμουσίζω
καταμουσόω
κατάμπελος
καταμπέχω
καταμπυκόω
καταμυθολογέω
View word page
καταμονή
a remaining
ShortDef
a remaining
Debugging
Headword:
καταμονή
Headword (normalized):
καταμονή
Headword (normalized/stripped):
καταμονη
IDX:
46095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46096
Key:
Data
{'content': 'a remaining'}